Pages

23 Ιουλ 2011

Η μάχη της οδού Μπιζανίου & Το μπλόκο της Καλλιθέας



Οδός Μπιζανίου - Τιμή στους 10 ήρωες ΕΠΟΝίτες


Οταν στις 23 Ιούλη του 1944 τα μηχανοκίνητα του ταγματασφαλίτη Μπουραντά με ισχυρές δυνάμεις Γερμανών και διοίκηση χιτλερικών αξ/κών, κύκλωσαν την Καλλιθέα, με σκοπό να διαλύσουν τα ένοπλα τμήματα του ΕΛΑΣ που δρούσαν στην περιοχή και να μαζέψουν εργάτες για τα εργοστάσια της χιτλερικής Γερμανίας, αντιμετωπίστηκαν με επιτυχία από τμήματα του 1ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, που ύστερα από πολύωρη μάχη τούς ανάγκασαν να φύγουν με σοβαρές απώλειες.

Την επομένη, 1.500 περίπου Γερμανοτσολιάδες ξαναγύρισαν και έζωσαν για δεύτερη φορά την Καλλιθέα. Σήμανε αμέσως συναγερμός. Το "χωνί" κάλεσε το λαό σε συναγερμό. Τμήματα του ΕΛΑΣ από Δουργούτι, Σφαγεία, Πετράλωνα, Παγκράτι, Ν. Σμύρνη ακόμη και από την Κοκκινιά έφτασαν για ενισχύσεις. Δέκα ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣίτες από το λόχο Χαροκόπου οχυρώθηκαν σε σπιτάκι της οδού Μπιζανίου 10, που ήταν και έδρα του φρουραρχείου. Ομαδάρχης ο 19χρονος Δ. Βασιλειάδης.Ο οπλισμός τους: 3 αυτόματα, 7 ντουφέκια, 10 χειροβομβίδες και λίγα πυρομαχικά.

Η μάχη σε λίγο άναψε για τα καλά, όλος ο λαός στο πόδι. Κλείνουν τα μαγαζιά και οι τροχιοδρομικοί κατεβαίνουν σε απεργία, που σε λίγο μετατρέπεται σε γενική. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ καθηλώνουν τους Γερμανοτσολιάδες, το σπιτάκι που είναι οχυρωμένα τα δέκα παλικάρια δέχεται από τις γύρω ταράτσες με ακροβολισμένους τους "Μπουραντάδες", καταιγισμό πυρών, που όμως αποκρούονται. Μέσα στο σπιτάκι υπάρχει μια μάνα με τα δυο παιδιά της, θέλουν να τα σώσουν. Ενας από τους ΕΛΑΣίτες βγαίνει με σημαία άσπρη και φυγαδεύει τους ενοίκους του σπιτιού. Ομως μια σφαίρα τον ρίχνει κάτω νεκρό.

Πέντε ώρες κράτησε η πολιορκία. Οταν πια καταλαβαίνουν οι ηρωικοί ΕΠΟΝίτες μαχητές ότι δεν έχουν σωτηρία, αυτοκτονούν για να μην πέσουν στα νύχια των εχθρών, περνώντας έτσι στην ΑΘΑΝΑΣΙΑ.

Το σπιτάκι - κάστρο της οδού Μπιζανίου έπεσε, μα οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για να τελειώσουν με τη νίκη των τμημάτων του ΕΛΑΣ, νίκη που στάθηκε αποφασιστική στη ματαίωση των σχεδίων του εχθρού στην επιστράτευση που σχεδίαζε.

Παναγιώτη Θεοδόση, "Ριζοσπάστης", 15-11-1996



Το μπλόκο της Καλλιθέας

…. Το ολοκαύτωμα της οδού Μπιζανίου δεν ήταν το τελευταίο γεγονός που ταρακούνησε την Καλλιθέα. Εγινε και το άλλο, το τρομερότερο.

Η Καισαριανή είναι ξεσηκωμένη. Το Δουργούτι το ίδιο. Η Κοκκινιά έχει γράψει την ιστορία της και συνεχίζει. Το Κατσιπόδι, ο Βύρωνας, το Μπαρουτάδικο, οι Ποδαράδες, το Περιστέρι. Ολες οι φτωχογειτονιές της Αθήνας πληρώνουν τίμημα βαρύ και πολεμούν. Μέσα σ’ αυτές συνοδοιπόρος και μπροστάρισσα η Καλλιθέα. Με τα Παλιά Σφαγεία, το συνοικισμό Χαροκόπου, την Αγιά-Λεούσα, τις Τζιτζιφιές.

Αύγουστος ήταν στις 28 του ‘44. Δευτέρα ξημερώματα. Κίνηση ο πατέρας από βαθιά χαράματα να πάει στη δουλιά και πριν ο ήλιος βγει γύρισε πίσω. «Τι συμβαίνει και ξαναγύρισε;». Εκανε με τρόμο η Μάνα. Τότε εκείνος ξεστόμισε την πιο φρικτή λέξη, που όλοι ακούγαμε, όλοι φοβόμασταν κι όλοι περιμέναμε… Μπλόκο!!!

Ολάκερη η Καλλιθέα μπλοκαρισμένη. Από Λεωφ. Συγγρού μέχρι γραμμές ηλεκτρικού κι από τη γέφυρα Κουκακίου μέχρι παραλία. Δεν άργησαν να μπουκάρουν στη γειτονιά. Πλημμύρισε ο τόπος φέσι, φουστανέλα και προστυχόλογα. Ενα χωνί στην πλατεία ουρλιάζει και σπέρνει τρόμο και πανικό… Ολοι οι άντρες από 14 χρόνων κι επάνω να συγκεντρωθούν γρήγορα στο γήπεδο της ΑΕ Καλλιθέας».

Φώναξαν καμιά δεκαπενταριά φορές και μετά άρχισαν τα γιουρούσια στα σπίτια. Τραβολογούν και δέρνουν. Βάζουν τον υποκόπανο μπροστά, χτυπάνε στα πλευρά και σπρώχνουν. Δεν αφήνουν γωνιά που να μην ψάξουν. Αλίμονο σ’ όποιον έκανε την κουτουράδα να προσπαθήσει να κρυφτεί για να ξεφύγει. Σαν σκυλί τον ξαπλώνουν στον τόπο. Οι Γερμανοί αφ’ υψηλού ελέγχουν το έργο. Ευχαριστημένοι που οι υποτελείς κάνουν καλή δουλιά.

Πριν πάρει μεσημέρι ντουμάνιασε ο τόπος. Πυκνές τούφες καπνού σκουραίνουν τον ουρανό. Αμέσως το φρικτό μαντάτο. Τα Σφαγεία καίγονται. Το 5ο Δημ. Σχολείο καίγεται. Μαυροφορεμένες γυναίκες με ξέμπλεκα μαλλιά παίρνουν το δρόμο ξεφωνίζοντας. Η κάπνα κατέβηκε χαμηλά και νύχτωσε αυγουστιάτικα, μέρα μεσημέρι. Πάνω στη Δεξαμενή οι ταγματασφαλίτες απολαμβάνουν το θέαμα, πετώντας τα φέσια τους ψηλά. Βαράνε στον αέρα.

Καταμεσήμερο και ο ήλιος πάνω από τα κεφάλια σε τσουρουφλίζει. Είναι όλοι ανακούρκουδα καθισμένοι και ξεφυσάνε. Τα χείλη σκασμένα για μια στάλα νερό. Η αγωνία του θανάτου μέσα από το βλέμμα του καταδότη με την κουκούλα τσακίζει τα πρόσωπά τους. Ενα τσιγάρο στόμα το στόμα, ρουφηξιά τη ρουφηξιά, μοναδική παρηγοριά.

Με το σούρουπο πήραν οι άντρες να γυρίζουν πίσω. Είκοσι δύο παλικάρια, όμως, δεν ξαναγύρισαν σπίτι τους… Είκοσι δύο μάνες ξεραμένες στο κεφαλόσκαλο δεν άνοιξαν την αγκαλιά τους. Είκοσι δύο παλικάρια έμειναν για πάντα εκεί, Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη γωνία, σπορά και θεμέλιο για έναν κόσμο ελεύθερο και ειρηνικό που πίστεψαν πως θα ‘ρθει..!

Βασίλη ΛΙΟΓΚΑΡΗ, "Ριζοσπάστης", 26-8-2005


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου