Pages

8 Νοε 2011

Back to the Future


Αναδημοσίευση από το αφιέρωμα του RED NoteBook στην Οκτωβριανή Επανάσταση


Του Παναγιώτη Σωτήρη

Οι πολλές λενινιστικές τομές

Η εξέλιξη του μπολσεβικισμού ως πολιτικού ρεύματος και η διαμόρφωση αυτού που θα περιγράφαμε ως τη λενινιστική τομή στην ιστορία και την εξέλιξη του εργατικού κινήματος υπήρξε διαδικασία άνιση και με τομές. Ας μην ξεχνάμε ότι για μεγάλο διάστημα τόσο ο Λένιν όσο και οι υπόλοιποι μπολσεβίκοι δεν όριζαν εαυτούς ως διακριτό ρεύμα και αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερο σεβασμό τις οργανώσεις της Β΄ Διεθνούς.

Η πρώτη βασική τομή του μπολσεβίκικου ρεύματος, η οποία συμπίπτει και με την είσοδο του Λένιν στο προσκήνιο της συζήτησης του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, σχετίζεται με τη συγκεκριμένη ανάλυση των τάξεων και των ταξικών σχέσεων μέσα στη ρωσική κοινωνία. Με αφετηρία την περίφημη μελέτη του Λένιν για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, το μετέπειτα μπολσεβίκικο ρεύμα πάταγε πάνω σε μια ιδιαίτερα σύνθετη ανάλυση που εντόπιζε τους όρους με τους οποίους ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής άρθρωνε την ηγεμονία του μέσα στον ρωσικό κοινωνικό σχηματισμό, οδηγώντας ταυτόχρονα στη μετάλλαξη της αγροτικής παραγωγής και στην ανάδυση ενός αναπτυγμένου καπιταλιστικού τομέα. Με αυτό τον τρόπο μπορούσαν να αποφύγουν την ταλάντευση των Ρώσων σοσιαλιστών ανάμεσα στη ρομαντική εξιδανίκευση των αγροτικών μαζών και την πεποίθηση ότι η αγροτική κοινότητα είναι η βάση του κομμουνισμού, και την εργατίστικη προσήλωση αποκλειστικά στο προλεταριάτο. Με αυτή την ανάλυση εγκαινιάζεται η προσέγγιση του δυνητικού επαναστατικού υποκειμένου με όρους περισσότερο συμμαχίας και λιγότερο ‘καθαρής’ τάξης.

Αυτή η ικανότητα συγκεκριμένης ανάλυσης συγκεκριμένων ταξικών σχέσεων οδήγησε σε μια ακόμη βασική τομή: αυτή της ανάλυσης της συγκυρίας. Με αποκορύφωμα τις αναλύσεις του Λένιν για τη δυνατότητα επαναστατικής ρήξης στη Ρωσία του 1917, ως αποτέλεσμα της συνάρθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, αλλά και των αντιθέσεων που διαπερνούσαν την ιμπεριαλιστική αλυσίδα εν μέσω του ιμπεριαλιστικού πολέμου, για πρώτη φορά η συγκυρία, η συγκεκριμένη συμπύκνωση αντιθέσεων σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, ανάγεται σε θεωρητικό αντικείμενο. Ταυτόχρονα, η ικανότητα περάσματος από τις γενικές αναλύσεις για τις τάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκυρίας ενός κοινωνικού σχηματισμού ορίζεται ως η βάση μιας πολιτικής πρακτικής που να μην είναι απλώς εμπειρισμός αλλά να προσπαθεί να επιδράσει πάνω σε πραγματικές υλικές τάσεις.

Η τρίτη βασική τομή αφορά την ιδιαίτερη προτεραιότητα που αποδίδεται στη διαδικασία πολιτικής συγκρότησης. Παρότι η εμπειρία του μαζικού κόμματος έχει ήδη ξεκινήσει για το εργατικό κίνημα, πρωτίστως μέσα από τη συγκρότηση του SPD στη Γερμανία, εντούτοις θα είναι ο Λένιν που θα διαμορφώσει πρώτος στοιχεία μιας θεωρίας του προλεταριακού κόμματος. Κεφαλαιώδες θα είναι εδώ το Τι να κάνουμε του 1902. Παρότι συνήθως παρουσιάζεται ως ένα κείμενο που επιχειρηματολογεί υπέρ μιας κλειστής οργάνωσης ‘επαγγελματιών’ επαναστατών, στην πραγματικότητα είναι μια πραγματεία για τη γνωσιολογία της πολιτικής πρακτικής. Για τον Λένιν η πολιτική πρακτική εκείνη που πραγματικά οδηγεί στη ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης δεν μπορεί να είναι η αυθόρμητη πρακτική των εργατικών μαζών, ακριβώς επειδή το αυθόρμητο περιλαμβάνει και στοιχεία ηγεμόνευσης από την κυρίαρχη ιδεολογία. Ακριβώς γι’ αυτό το κόμμα είναι αναγκαίο για να μπορέσει να αρθρωθεί, μέσα στην ίδια την ανισότητα της ταξικής πάλης, η προλεταριακή γραμμή. Ταυτόχρονα, πρωτοδιατυπώνεται εδώ μια ακόμη βασική θέση τού μετέπειτα μπολσεβικισμού: η πολιτική δεν μπορεί να εξαντλείται στην οικονομική διεκδίκηση. Αντιθέτως, θα πρέπει να βλέπει το σύνολο των σχέσεων εξουσίας, να επικεντρώνει στην πολιτική εξουσία ως επίδικο, να προσπαθεί να οικοδομήσει ευρύτερες συμμαχίες. Η αντίληψη αυτή του κόμματος υπερβαίνει κατά πολύ και την αντίληψη του κόμματος ως γραφειοκρατικού μηχανισμού της Β΄ Διεθνούς και την απουσία ενός ουσιώδους στοχασμού ως προς την κομματική πολιτική μορφή που χαρακτηρίζει τη σκέψη του ίδιου του Μαρξ.

Η τέταρτη τομή αφορά την εξέλιξη μιας διαλεκτικής σύλληψης της σχέσης ανάμεσα στις δημοκρατικές διεκδικήσεις και το στόχο της ανατροπής της αστικής εξουσίας. Εδώ έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται, συχνά και μέσα από την αποτίμηση ιδίως της Επανάστασης του 1905, η αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στη δημοκρατική και την προλεταριακή επανάσταση, με απομάκρυνση από τη λογική των διακριτών σταδίων προς τη δυνατότητα της προλεταριακής επανάστασης και της κατάληψης της εξουσίας να μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τις δημοκρατικές και τις σοσιαλιστικές διεκδικήσεις, απομάκρυνση που γίνεται περισσότερο παρά ποτέ σαφής στον τρόπο με τον οποίο ο Λένιν –συχνά μόνος μέσα στην ηγεσία των μπολσεβίκων– πιέζει για την αλλαγή γραμμής σε όλη την περίοδο ανάμεσα στο Φλεβάρη και τον Οκτώβρη του 1917.

Η πέμπτη τομή αφορά την αντίληψη της διαλεκτικής ανάμεσα στον εσωτερικό ταξικό συσχετισμό και τη διεθνή συμπεριφορά μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Παρότι απλουστευτική σε ορισμένες πλευρές της ως οικονομική θεωρία, η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό θα έχει το πλεονέκτημα να μπορεί να δει τον πραγματικό επικαθορισμό των εσωτερικών εξελίξεων από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, άρα και τη δυνατότητα συμπύκνωσης των ταξικών αντιθέσεων και επιτάχυνσης των εξελίξεων. Επιπλέον, θα μπορεί να επαναστατικοποιεί την προσέγγιση του διεθνούς συστήματος, καθώς η θεωρία του ιμπεριαλισμού θα δίνει προτεραιότητα στις εσωτερικές ταξικές σχέσεις ως καθοριστικές για τη διεθνή συμπεριφορά. Αποκορύφωμα αυτού του στοχασμού η έμφαση στην ανισότητα και τον ανταγωνισμό μέσα στο διεθνές σύστημα που θα αποτυπωθεί στην έννοια της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και το σχήμα του «αδύναμου κρίκου» σε αντίθεση με τα σχήματα «παγκόσμιου καπιταλισμού» που κατά καιρούς επανέρχονται στο προσκήνιο.

Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η έκτη τομή αφορά την ίδια τη σύλληψη της δυνατότητας της επαναστατικής ρήξης. Παρότι διακηρυκτικά η Β΄ Διεθνής θα αναφέρεται στην επαναστατική αλλαγή, εντούτοις αυτό το ενδεχόμενο σταδιακά θα τίθεται όλο και περισσότερο είτε ως μια μακρινή προοπτική είτε ως το αποτέλεσμα της σταδιακής μετεξέλιξης της ίδιας της πραγματικότητας. Ουσιαστικά, παρότι ο Λένιν ήταν στην ίδια πλευρά με τον Κάουτσκι στην περίφημη αντιπαράθεση με τον αναθεωρητισμό του Μπερνστάιν, τελικά εκ των πραγμάτων η οπτική του Μπερνστάιν είχε ηγεμονεύσει. Αντιθέτως, η λενινιστική οπτική, ειδικά μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διέβλεπε τη δυνατότητα να συμπυκνωθούν αντιφάσεις σε τέτοιο βαθμό που να καταστήσουν εφικτή την κατάληψη της εξουσίας και την εκκίνηση μιας διαδικασίας επαναστατικού μετασχηματισμού. Αυτό θεωρητικά υποστηρίχθηκε από την ιδιαίτερη σύλληψη της έννοιας της συγκυρίας ως συνάρθρωσης και συμπύκνωσης αντιθέσεων, πάντοτε ιστορικά πρωτότυπων και προσίδιων στην ιστορία κάθε κοινωνικού σχηματισμού.

Η έβδομη τομή αφορά την ίδια τη σύλληψη της επαναστατικής εξουσίας. Παραμονές της Επανάστασης του 1917 ο Λένιν ξαναπιάνει το νήμα από τον Εμφύλιο Πόλεμο στη Γαλλία του Μαρξ και ασχολείται συστηματικά με το θέμα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Σε πείσμα μιας ολόκληρης κρατικιστικής παράδοσης μέσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, ο Λένιν επαναδιατυπώνει τη μαρξική θέση για μια μορφή πολιτικής εξουσίας η οποία εμπεριέχει την αναίρεσή της, για ένα κράτος που έχει ως βασικό στόχο το μαρασμό του κράτους. Ταυτόχρονα, και πάλι με τρόπο ανάλογο με αυτόν που ο Μαρξ είχε δει στην Κομμούνα του Παρισιού την πρακτική επίλυση του θεωρητικού προβλήματος για την επαναστατική εξουσία, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ήδη από αρκετά χρόνια πριν είχαν δει στη μορφή των σοβιέτ (των συνελεύσεων αντιπροσώπων από εργασιακούς χώρους και το στρατό) το πρότυπο μιας μορφής προλεταριακής δημοκρατίας που να υπερβαίνει την απλή εξατομικευμένη αντιπροσώπευση της αστικής δημοκρατίας και να στηρίζεται στην αντιπροσώπευση στη βάση κοινωνικών εντάξεων και αναφορών. Ανεξάρτητα από το μετέπειτα μαράζωμα των σοβιέτ και την εγκατάλειψη του στόχου του μαρασμού του κράτους, εφόσον στη σταλινική περίοδο θα προκριθεί το σχήμα ότι η ισχυροποίηση του κράτους οδηγεί στο σοσιαλισμό, οι τοποθετήσεις αυτές θα ανοίξουν ένα αμετάκλητο ρήγμα στη θεωρία και την πρακτική του επαναστατικού κινήματος.

Η όγδοη τομή αφορά τη σύλληψη της αναγκαίας διάσπασης στις πολιτικές μορφές του εργατικού κινήματος και την αυτοτελή πολιτική συγκρότηση του επαναστατικού ρεύματος ως επαναστατικού κόμματος. Χωρίς να υποτιμά τη σημασία του ενιαίου μετώπου γύρω από κομβικούς στόχους, η αντίληψη της αναγκαίας διάσπασης επέτρεψε την ανάπτυξη των επαναστατικών ρευμάτων πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η λογική της παραμονής εντός των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ως «αριστερής πτέρυγας», ουσιαστικά μια αντίληψη του κόμματος ως ενεργού αντίφασης, την οποία είχαν προκρίνει άλλες αριστερές αντιπολιτεύσεις στην κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατία.

Η ένατη τομή αφορά τη σύλληψη της διεθνούς διάστασης που πρέπει να έχει το κομμουνιστικό κίνημα. Παρότι σε μεγάλο βαθμό η έννοια του διεθνισμού θα ταυτιστεί αργότερα με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της σοβιετικής εξουσίας και η Γ΄ Διεθνής θα λειτουργήσει με όρους επιβολής γραμμής και παρέμβασης στο εσωτερικό των επιμέρους τμημάτων, σε επίπεδο αρχής η ανάγκη να συγκροτηθούν οι επαναστατικές τάσεις σε επίπεδο διεθνούς πολιτικού ρεύματος, η αλληλεγγύη και ο συντονισμός που αυτό επέτρεπε, η διαμόρφωση μιας διεθνούς σφαίρας δημόσιου διαλόγου, αποτέλεσαν αναμφίβολα σημαντικές εξελίξεις και βοήθησαν στη διαμόρφωση κομμουνιστικών τάσεων σε όλο τον κόσμο.

Η δέκατη τομή επαναφέρει στο προσκήνιο την ειδική έμφαση στην ανάγκη συνάρθρωσης επαναστατικής πρακτικής και επαναστατικής θεωρίας που χαρακτήρισε και την παρέμβαση του ίδιου του Μαρξ. Η άρνηση του εμπειρισμού και του πρακτικισμού, η συναίσθηση ότι η θεωρία του ιστορικού υλισμού αποτελεί αναγκαίο όριο απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία, η υποστήριξη από μια διαλεκτική και υλιστική πρακτική της φιλοσοφίας θα είναι οι ειδικές μορφές που θα πάρει αυτή η έμφαση στη θεωρία. Η εικόνα του Λένιν που το 1915-1916, εν μέσω της πιο μεγάλης στρατηγικής κρίσης του διεθνούς εργατικού κινήματος, εξαιτίας και της προδοσίας της Β΄ Διεθνούς, στρέφεται παράλληλα με τη φρενήρη πολιτική δραστηριότητα σε μια εκτεταμένη μελέτη τόσο της θεωρίας του ιμπεριαλισμού όσο και της διαλεκτικής φιλοσοφίας εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την ειδική βαρύτητα της θεωρίας.


Τα όρια της τομής

Προφανώς και η λενινιστική τομή είχε και τα όριά της, αποτέλεσμα και των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών μέσα στις οποίες έλαβε χώρα:

Πρώτον, ο ιδεολογικός πυρήνας του μπολσεβικισμού, παρά το χαρακτήρα ρήξης που είχε με τον αναθεωρητισμό της Β΄ Διεθνούς, εντούτοις θα διαπερνιέται και αυτός από μερικές βασικές αντιφάσεις:
·    Αφενός την αναπαραγωγή στοιχείων οικονομισμού, πρωτίστως ως αντίληψης της προτεραιότητας των παραγωγικών δυνάμεων. Χαρακτηριστική είναι εδώ η μετατόπιση και του ίδιου του Λένιν από μια αρχική πολεμική απέναντι στον τεηλορισμό και την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, προς μια ιδιότυπη αντίληψη κομμουνιστικού τεηλορισμού σύμφωνα με τον οποίο η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της χρήσης αυτών των μορφών εργασίας θα μείωνε τον μέσο χρόνο εργασίας και θα άφηνε κοινωνικό χρόνο για την ενεργό συμμετοχή στο επαναστατικό προτσές. Σε ένα αντίστοιχο πνεύμα και η ασταθής συνάρθρωση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και την ανάδειξη μιας νέας επαναστατικής εξουσίας που αποτυπώνει το σύνθημα: Η επανάσταση είναι εξηλεκτρισμός και σοβιέτ.
·    Αφετέρου τη διατήρηση έντονων στοιχείων κρατισμού, κυρίως ως αντίληψης τού κράτους ως ουδέτερου ή ορθολογικού εργαλείου. Η γοητεία που ασκούσε ακόμη και στον Λένιν η πρακτική ορθολογικότητα του σύγχρονου κράτους ή πλευρών της λειτουργίας του (βλ. τον τρόπο που χρησιμοποιεί τους σιδηροδρόμους και το συντονισμό τους, ως παράδειγμα) είναι χαρακτηριστική και θα επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την ανάγκη αντιμετώπισης των άμεσων και πολύ πρακτικών αναγκών της μετεπαναστατικής Ρωσίας.

Δεύτερον, παρότι ζώντος του ίδιου του Λένιν το μπολσεβίκικο κόμμα είχε μια σχετικά δημοκρατική λειτουργία και πλούσια εσωτερική συζήτηση, εντούτοις η ανάδειξη της σημασίας του κόμματος δεν συνοδεύτηκε από ένα συνολικότερο στοχασμό πάνω στο χαρακτήρα του κόμματος ως φορέα της εργατικής αντι-ηγεμονίας (Γκράμσι) ή πάνω στη σύλληψη των εσωκομματικών αντιθέσεων ως στιγμών της ταξικής πάλης που σε τελική ανάλυση δεν μπορούν να επιλυθούν διοικητικά (Μάο). Γι’ αυτό και σε αντίθεση με την πρακτική του ίδιου του Λένιν (που απαιτούσε οι πλατφόρμες των ‘αντιπολιτεύσεων’ να εκδίδονται από τον κρατικό εκδοτικό μηχανισμό) η λογική του ‘λενινιστικού’ κόμματος θα ταυτιστεί πολλές φορές με τη λογική του μονολιθικού κόμματος, με την αντιμετώπιση των διαφωνιών ως εν δυνάμει υπονομευτών, με την άρνηση της αναγνώρισης τάσεων, με τη διοίκηση του κόμματος από πάνω προς τα κάτω, με τον περιορισμό των δυνατοτήτων δημόσιας και ανοιχτής πολιτικής αντιπαράθεσης και συζήτησης. Ακόμη χειρότερα, θα οδηγεί και στη λογική «διαφωνών = αντίπαλος = εχθρός = πράκτορας» που θα νομιμοποιήσει τα εκτεταμένα διοικητικά μέτρα και τις εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του 1930.

Τρίτον, παρότι ορθώς ο Λένιν όρισε, ιδίως στο Κράτος και Επανάσταση, ότι η δικτατορία του προλεταριάτου έχει πολύ περισσότερο το χαρακτήρα της πιο πλατιάς προλεταριακής δημοκρατίας με σκοπό την όξυνση της ταξικής πάλης και το ξερίζωμα όλων των μηχανισμών που αναπαράγουν τις καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης, εντούτοις, ακόμη και όταν ζούσε ο Λένιν, η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου έδειχνε να μετατοπίζεται προς την κατεύθυνση μιας δικτατορικής διακυβέρνησης στο όνομα του προλεταριάτου, μια αντίληψη «διακυβέρνησης μέσω εκτάκτων διαταγμάτων» που αρχικά τουλάχιστον οριζόταν πρωτίστως ως αναγκαστική απάντησης σε έκτακτες συνθήκες. Σε αυτό θα πατήσει και η μετέπειτα σταλινική μετατόπιση προς την αντίληψη του ‘ισχυρού’ κράτους ως προϋπόθεσης για το σοσιαλισμό, αντίληψη που δεν θεωρεί το κομμουνιστικό πρόταγμα μια ανοιχτή διαδικασία κοινωνικού πειραματισμού και μετασχηματισμού αλλά πολύ περισσότερο ένα σχέδιο κοινωνικού εξορθολογισμού (ή ακόμη και κοινωνικής μηχανικής) που μια πρωτοπορία, εφόσον το έχει συλλάβει με ενάργεια, αναλαμβάνει να το φέρει σε πέρας αξιοποιώντας την κρατική εξουσία που κατέχει, συγκρουόμενη με όποιον μπαίνει εμπόδιο σε αυτή τη διαδικασία, ακόμη κι αν αυτές είναι οι ίδιες οι κοινωνικές μάζες τις οποίες υποτίθεται ότι αποσκοπεί να χειραφετήσει.

Τέταρτο, παρότι από πολύ νωρίς, και σε αντιδιαστολή με τον οικονομίστικο εργατισμό ορισμένων τάσεων της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν διατυπώσει μια αντίληψη της επαναστατικής πολιτικής πρωτίστως ως οικοδόμησης συμμαχιών, εντούτοις η υποτίμηση της σημασίας της συμμαχίας με την αγροτιά θα χαρακτηρίσει συχνά τους μπολσεβίκους. Αυτό θα είναι, εκτός των άλλων, και το αποτέλεσμα σχετικά βαθιά ριζωμένων ιδεολογικών προκαταλήψεων (αντανακλάσεων με έναν τρόπο της ειδικής μορφής αντίθεσης πόλης – υπαίθρου που επικρατούσε στη Ρωσία) απέναντι στην αγροτιά, ειδικά εκείνους που είχαν μικρές ή μεσαίες ιδιοκτησίες, ως μια εν γένει «αντιδραστική μάζα», καθυστερημένη και συντηρητική, προκαταλήψεων που θα ενταθούν και από την επίμονη προτίμηση των αγροτικών μαζών προς τους Σοσιαλεπαναστάστες, ακόμη και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η ταλάντευση που θα υπάρξει απέναντι σε αυτά τα στρώματα μετεπαναστατικά θα κορυφωθεί με τη βίαιη διοικητική προσπάθεια απόσπασης των αγροτικών πλεονασμάτων μετά το 1929.

Ο λενινισμός σήμερα

Τι σημαίνει σήμερα λενινισμός; Το να πούμε ότι λενινισμός σήμερα σημαίνει απλώς την οικοδόμηση μιας κλασικής ‘τριτοδιεθνιστικής’ οργάνωσης (από μικρές οργανώσεις έως μεγάλα κόμματα όπως το ΚΚΕ) όπου την ανεπάρκεια του οικονομισμού και τη ρητή ή άρρητη νεκρανάσταση της θεωρίας των σταδίων θα προσπαθεί να συγκαλύψει ο μηρυκασμός τσιτάτων και χωρίων από τα άπαντα του Λένιν, θα έδειχνε απλώς ότι μάλλον δεν έχουμε κατανοήσει την ουσία του λενινισμού.

Αν ήταν να δούμε σήμερα το πραγματικό χνάρι του λενινισμού, αυτό θα το βλέπαμε:

·    Στην αντίληψη της Αριστεράς όχι ως απλού κινηματισμού ή ως «διαρκούς κοινωνικής και πολιτική ευαισθησίας» αλλά ως κινήματος που διεκδικεί να καταλάβει την πολιτική εξουσία, που επιμένει στον επαναστατικό δρόμο, για να μπορέσει να εκκινήσει μια διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού, χωρίς αυταπάτες ούτε για την πιθανότητα ‘αυτομετασχηματισμού’ της καπιταλιστικής κοινωνίας ούτε για τη δυνατότητα «εναλλακτικών νησίδων ελευθερίας» μέσα στον καπιταλισμό.
·    Στην επιμονή στην καθοριστικότητα και την κεντρικότητα της πολιτικής πάλης και παρέμβασης σε ρήξη με λογικές αυθορμητισμού που θεωρούν ότι με αυτόματο τρόπο θα περάσουμε από τα κινήματα στην πολιτική συγκρότηση.
·    Στην έμφαση στη συγκρότηση μιας λαϊκής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας με όρους πολιτικούς, με βάση τη συνάρθρωση ενός ευρύτερου φάσματος διεκδικήσεων σε κατεύθυνση ρήξης με τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.
·    Στον εκ νέου πειραματισμό με τη μορφή - κόμμα, σε μια προσπάθεια αυτό να είναι πραγματικά το πολιτικό πεδίο όπου συναντιούνται και συναρθρώνονται διαφορετικές διεκδικήσεις, αντιμετωπίζεται διαλεκτικά η εγγενής ανισότητα στο ξεδίπλωμα της πάλης των τάξεων, χωρίς να θεωρείται ούτε ως στρατηγείο ούτε ως κράτος εν κράτει αλλά ως το πάντα ανοιχτό στις δυναμικές της ταξικής πάλης κέντρο της εργατικής αντι-ηγεμονίας, αναγνωρίζοντας ότι η πιο πλατιά δημοκρατία στο εσωτερικό είναι παράγοντας ισχύος και όχι αδυναμίας του.
·    Στη ικανότητα ανάγνωσης των αλλαγών που συμβαίνουν στον σύγχρονο καπιταλισμό, την παραδοχή των αναδιαρθρώσεων και των μεταλλάξεών του, στον εντοπισμό των κρίσιμων αντιφάσεων που τον διαπερνούν. Στην αποφυγή του οικονομισμού, του εμπειρισμού και του δογματισμού.
·    Στην προσπάθεια αναμέτρησης με τις σύγχρονες μορφές του ιμπεριαλισμού, σε κάθε πτυχή τους –οικονομική, πολιτική και ιδεολογική–, τον τρόπο που ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός είναι κατεξοχήν μη εδαφικός και μη επικρατειακός, την εσωτερίκευση των τάσεων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας στο εσωτερικό κάθε σχηματισμού. Αυτό σημαίνει τη διπλή ρήξη τόσο με κάθε εύκολο σχήμα «παγκόσμιου καπιταλισμού» (συμπεριλαμβανομένου και μέρους της φιλολογίας περί ήδη συντελεσθείσας ‘παγκοσμιοποίησης’) όσο και με απλουστευτικές αναγνώσεις του τύπου «οι ιμπεριαλιστές τη γη ξαναμοιράζουν».
·    Στη διαρκή επίγνωση ότι η εξέλιξη της ταξικής πάλης απαιτεί νέες απαντήσεις σε νέα ερωτήματα που τίθενται. Σήμερα, αντιμέτωποι με τη εκ νέου επιστροφή στοιχείων αριστερού ριζοσπαστισμού, ειδικά στη νέα γενιά, η αναγκαία προσπάθειά μας για «Επιστροφή στον Λένιν» δεν μπορεί να είναι μια επανάληψη αλλά μια καινοτομία, μια «Επιστροφή στο μέλλον». Όπως ακριβώς ο Λένιν έσπευσε να προτείνει ακόμη και νέο όνομα για τα κόμματα και τη Διεθνή –για να τονίσει τη ρήξη που έφερνε ο μπολσεβικισμός– έτσι και σήμερα ο αυθεντικός λενινισμός δεν μπορεί παρά να είναι ο ριζικός μετασχηματισμός του λενινισμού, η αυτοκριτική ρήξη με οτιδήποτε θα μπορούσε να οριστεί ως παράμετρος της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, η ριζική πολιτική πρωτοτυπία. Αυτή θα ήταν και η καλύτερη δικαίωση της περιπέτειας του μπολσεβικισμού.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 18 του περιοδικού «Εκτός Γραμμής». Ευχαριστούμε τον Παναγιώτη Σωτήρη για την ευγενική παραχώρηση.

3 σχόλια:

  1. "νέες απαντήσεις σε νέα ερωτήματα"
    Έτσι είναι. Για να μην το τραβήξω λέγοντας "νέες απαντήσεις ακόμα και σε πανάρχαια ερωτήματα" γιατί θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο και δεν χρειάζεται. :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Riski,
    Να το τραβήξεις, γιατί χρειάζεται!!!

    Και μόνο το γεγονός ότι, παρότι πανάρχαια, παραμένουν ερωτήματα, δείχνει όχι απλά ότι χρειάζεται αλλά ότι είναι αναγκαίο αυτό το "τράβηγμα". :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είναι ερωτήματα-καραγκιοζιλίκια αυτά. Είναι σχεδιασμένα έτσι που να μην απαντιούνται. :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή