Το μνημονιακό μπλοκ δεν έχει καταφέρει να συγκροτηθεί πολιτικά και
κυρίως δεν έχει επιτύχει να βρει μια πατέντα διακυβέρνησης ικανή να
αναλάβει, έως τέλους, τις μεταλλαγές του πολιτικού συστήματος και τη
μακρόπνοη επιχείρηση της «βαθιάς» νεοφιλελεύθερης αναμόρφωσης της χώρας,
των κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων, του κράτους.
Σημαντικές
δυνάμεις αυτού του χώρου δεν θέλουν σε καμιά περίπτωση μια εκλογική
αναμέτρηση. Φοβούνται τον «απρόβλεπτο λαϊκισμό» του Σαμαρά, την
ενδεχόμενη άνοδο των κομμάτων της Αριστεράς και την εκλογική κατάρρευση
του ΠΑΣΟΚ. Αυτές οι δυνάμεις διχάζονται όμως ως προς το δημοψήφισμα: ένα
τμήμα τους συντάσσεται με το παπανδρεϊκό ρίσκο, ενώ ένα άλλο κομμάτι
των ελίτ επιδιώκει τον ολοσχερή παραμερισμό του λαϊκού παράγοντα από τις
εξελίξεις θεωρώντας ότι η κρίση νομιμοποίησης μπορεί τελικά να
προσπεραστεί μέσα από σχήματα «εθνικής συνεργασίας».
Αυτό που
δεν πρέπει να ξεχνάμε: και οι δυο πλευρές των υπέρ και κατά του
δημοψηφίσματος πολιτεύονται στη βάση του κοινωνικού φόβου και των
κυνικών διαιρέσεων, μεταφράζοντας την έκτακτη ανάγκη σε διάφορες
αντιδημοκρατικές τεχνικές για τη συνέχιση και εμβάθυνση των πολιτικών
της άγριας λιτότητας και των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που ενσωματώνουν
αυτές τις πολιτικές ως θεμελιώδεις νόμους για τα επόμενα είκοσι
τουλάχιστον χρόνια. Η όψιμη απόφαση του Παπανδρέου για δημοψήφισμα θέλει
να αγοράσει χρόνο για τον ίδιο και την ηγεσία του. Συγχρόνως, εκθέτει
δελφίνους και υποψήφιους προβεβλημένους του ίδιου χώρου ως «κατεστημένα
που αντιδρούν» γιατί φοβούνται τον λόγο του λαού. Η πρόταση του
δημοψηφίσματος επιχειρείται επίσης να επενδυθεί με ένα επίχρισμα θολής
αντιστασιακής διάθεσης απέναντι στις τράπεζες, τα «συμφέροντα» και την
τρόϊκα.
Η από τα δεξιά, «αντιλαϊκιστική» κριτική στον παπανδρεϊκό
τυχοδιωκτισμό, που είναι όντως τέτοιος, ευνοεί, ενδεχομένως, τον
πρωθυπουργό να παρακάμψει το πραγματικό πρόβλημα και να ξανααπευθυνθεί
στο λαό ή έστω στον λαό ενός απολύτως παραλυμένου και αποδιοργανωμένου
ΠΑΣΟΚ.
Πρόκειται για έναν μακάβριο χορό μέσα στο ευρύτερο
μνημονιακό στρατόπεδο και στις διάφορες μερίδες του. Παρά την τωρινή
αρνητική αντίδραση «έγκριτων συγκροτημάτων» και άλλων κέντρων επιρροής
στην ιδέα του δημοψηφίσματος, όλοι ξέρουμε ότι θα παίξουν το χαρτί του
φόβου και της εθνικής καταστροφής για να μην προκριθεί το Όχι. Και ο
Παπανδρέου επενδύει στην ίδια στρατηγική του φόβου, η οποία, αν και
εφόσον ευοδωθεί, θα του αποφέρει ένα ανέλπιστο δώρο: θα τον «προβιβάσει»
ξανά στον όλο μνημονιακό χώρο ακόμα και σε εκείνους τους παράγοντες οι
οποίοι, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, είναι προς στιγμή εξοργισμένοι με
την αποκοτιά του.
Τι θα έχει επιτύχει; Να μετατοπίσει το δίλημμα
από τις μη νομιμοποιημένες πολιτικές των Μνημονίων στο ερώτημα «τρίτος
κόσμος ή Ευρώπη, έστω και φτωχή». Και φυσικά το Ναι σε ένα τέτοιο
δημοψήφισμα θα θεωρηθεί συνολική έγκριση της δέσμευσης της «χώρας» στις
δεκαετίες του μονόδρομου και των απεχθών όρων του.
Δεν
συμμερίζομαι την αισιοδοξία πολλών για τη νίκη του Όχι στο ενδεχόμενο
ενός τέτοιου δημοψηφίσματος. Λογαριάζουμε συχνά χωρίς τον συντηρητικό
κόσμο, χωρίς το φόβο και τις ανησυχίες των ανθρώπων για το αύριο, χωρίς
τους δισταγμούς και ενός κόσμου που φοβάται για τις τρεις χιλιάδες ευρώ
της κατάθεσής του και ζει στην απόλυτη σύγχυση.
Και οι δυο
μερίδες των μνημονιακών αποτελούν μέρος του ίδιου προβλήματος. Τόσο οι
«τυχοδιωκτικές» όσο και οι «σοβαρές», τόσο αυτές που επιλέγουν να
χρησιμοποιήσουν κυνικά τον κόσμο ως όπλο για τη δική τους εξουσία όσο
και οι άλλες που σχεδιάζουν απλώς μια αμιγώς αυταρχική «διακυβέρνηση των
σωφρόνων». Αντίποδας σε όλες αυτές τις τεχνικές ήπιων ή σκληρών
πολιτικών πραξικοπημάτων, μπορεί να είναι μόνο η συνεχής παρουσία της
λαϊκής κινητοποίησης, η απαίτηση για εκλογές και η ένταση των κοινωνικών
αγώνων για την πτώση της επικίνδυνης κυβέρνησης.